- ἀπαλείφουσα
- ἀπαλείφωwipe offpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαλείφουσα — Δύο εξισώσεις, π.χ. οι α1x + β1= 0, α2x + β2 = 0, δεν έχουν πάντοτε κάποια κοινή ρίζα. Οι προηγούμενες εξισώσεις έχουν κάποια κοινή ρίζα, εάν (και μόνο εάν) ισχύει: α1β2 – α2β1 = 0. Η παράσταση α1β2 – α2β1 ονομάζεται η α. των προηγούμενων δύο… … Dictionary of Greek